Ηρακλής Λιόκης
Ο Ηρακλής Λιόκης, γιος του φαρμακοποιού Δημοσθένη Λιόκη και της Μαρίας Παπαγεωργίου, γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1944. Σπούδασε Χημικός Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και παρακολούθησε μεταπτυχιακά Οικονομικά στο Κολλέγιο της Ευρώπης στο Βέλγιο και στην Αθήνα.
Διαβάζει και ταξιδεύει. Εκδίδει τις ποιητικές συλλογές "Ημιανάπαυση" (εκδόσεις Καστανιώτη, 1972), "59 ποιήματα και 35 για το δρόμο" (εκδόσεις Ίκαρος, 2003) που βραβεύτηκε με το βραβείο Γ. Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών το 2004, "Γραφή της ευκίνητης άμμου", (Κέδρος, 2008) και "Ο συσσωρευμένος χρόνος" (εκδόσεις Κέδρος, 2021).
Εργάζεται από το 1970 στην Αθήνα, πρώτα σε marketing και διοίκηση δύο πολυεθνικών. Παντρεύεται την Κατερίνα Ζέρβα και το 1982 γεννιέται ο γιος τους, Δημοσθένης. Το 1978 ιδρύεται η οικογενειακή εταιρεία «Το Παιχνίδι - μόνο το καλύτερο», με σκοπό την προσφορά παιχνιδιών εξαιρετικής ποιότητας, με εκπαιδευτικά και οικολογικά χαρακτηριστικά και διαφορετική αισθητική, στην ελληνική αγορά. Στη διάρκεια 47 χρόνων εισάγονται και προωθούνται στο καταναλωτικό κοινό περισσότερες από 170 κορυφαίες διεθνείς εταιρείες παιχνιδιών, κυρίως Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής προέλευσης.


Αναγνωστικό Σημείωμα
ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ
Ηρακλής Λιόκης:
ένας ποιητής σε χαλεπούς καιρούς
Ι
Δεν θυμάμαι πότε και από πού είχα αγοράσει ένα αντίτυπο της Ημιανάπαυσης, πάντως μετά την περιβόητη μεταπολίτευση, και σ’ εκείνο το αντίτυπο υπάρχει ακόμα ένας απλός διψήφιος αριθμός «60» (δραχμές), γραμμένος με μολύβι. Ήταν η εποχή της (επι) στρατευμένης μουσικής και ποίησης, σε μια Ελλάδα που έβγαινε τραυματισμένη από την επτάχρονη «περιπέτεια». Κυριαρχούσαν ακόμα τα ονόματα των μεγάλων ποιητών, πρωτίστως στους ιστορικούς εκδοτικούς του Κέδρου και του Ίκαρου: Σεφέρης, Ελύτης, Βάρναλης, Ρίτσος, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης, Κατσαρός, Κύρου, Ασλάνογλου, Πούλιος. Και κάπου ανάμεσα εμφιλοχωρούσαν τα ποιήματα του Ηρακλή Λιόκη: υπαρξιακά, τρυφερά, ερωτικά, σαν ψίθυροι, αλλά και «υπόγεια πολιτικά», χωρίς «σημαίες και ταμπούρλα» (κι είναι ν’ απορεί κανείς πώς ξέφυγαν από τον οξυδερκή λογοκριτή της εποχής, του οποίου πάντως είχε ατονήσει η δραστηριότητα εκείνη την περίοδο), μαζί με τα ποιήματα του Χρήστου Ν. Βαλαβανίδη, με τον οποίο εντοπίζω, εντελώς υποκειμενικά, «εκλεκτικές συγγένειες» (Ποιήματα 1962-1970 και αργότερα Εικοσιοχτώ ποιήματα), τους ποιητές από την καθοριστική Νέα Γενιά (Ποιητική ανθολογία 65-70), των Στέφανου Ν. Μπεκατώρου και Αλέκου Ε. Φλωράκη, τα Ποιήματα και πεζά, του Κ.Γ. Καρυωτάκη (στην έκδοση τσέπης του Ερμή και επιμέλεια του Γ.Π. Σαββίδη, που αναζητούσε «εκείνο το μακρύ ποδάρι» του ποιητή), το Παράρτημα του Θ.Ν. Παπαδόπουλου, τον Γ. Μαρκόπουλο και τον Γ. Χρονά, λίγο πριν εμφανιστούν η «ανυπότακτη» Κατερίνα Γώγου, ο Μιχάλης Γκανάς και λίγο μετά ο Θοδωρής Γκόνης (διόλου τυχαία αμφότεροι και ως στιχουργοί).
Η Ημιανάπαυση κυκλοφόρησε αρχές του 1973 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με τον τίτλο να παραπέμπει ευθέως στην ορολογία του στρατού και την υπόμνηση πως «Τα ποιήματα αυτά αφιερώνονται/ στους ανθρώπους αυτής της χώρας/ που στέκουν έτοιμοι μα νηφάλιοι,/ άθικτοι από τις μεγάλες απάτες ή αυταπάτες χρόνια τώρα/ σε ημιανάπαυση ». Αν και προτάσσεται ο «Νηφάλιος Επικούρειος», που χρονολογείται από το 1969, καθώς προϊδεάζει για τη στάση του ποιητή απέναντι στα πρόσωπα και τα πράγματα μιας περίεργης εποχής, εποχής ανακατάξεων στην Ευρώπη μετά τις αναταραχές του ’68 και περιόδου μιας επίπλαστης ευημερίας στην Ελλάδα χωρίς κοινοβουλευτισμό, το πρώτο «δείγμα γραφής» εντοπίζεται στις 29.12.1966, κάπου στη μέση των τεσσάρων τυπογραφικών. Στο «Too late…», σε πέντε τετράστιχα με δικτυωτή ομοιοκαταληξία, υπάρχει ένα tableau vivant που κρύβει, και φανερώνει ταυτόχρονα, «χαμένες προσδοκίες» («Θα ’θελες να ’χες γίνει ενζενύ/ θα ’θελα να ’χα φλέβα ποιητή...»), αλλά και την καθ’ αυτή ποιητική φλέβα του Ηρακλή Λιόκη, εξ Αθηνών ορμωμένου, ο οποίος στο σύντομο βιογραφικό του αναφέρει διακριτικά, σαν αυτονόητα, πως «διάβασε και ταξίδεψε». Όμως, η Ημιανάπαυσή του, που ακόμη και στο στρατιωτικό λεξιλόγιο παραπέμπει στην εγρήγορση και όχι στον εφησυχασμό, κυρίως όμως ως στάση αριστοκρατική, αλλά επιφυλακτική στις πολλά υποσχόμενες εξελίξεις, οι οποίες συχνά κρύβουν τις μεγαλύτερες διαψεύσεις, ήταν –και παραμένει– μια ποιητική petit éloge της προσμονής, ακόμη κι αν η ματαίωση των πόθων δεν απάλειψε εντελώς τα συναισθήματα.
Στην Ημιανάπαυσή του κατέφευγα, κι ακόμα ανατρέχω σε αυτήν, έστω με την κόπωση των χρόνων και των συναισθημάτων, για λόγους πολλούς, προσωπικούς, ιδιωτικούς: «ταξίδευα» με και μέσα από τους στίχους του στα μοτίβα του στρατού («Απόσπασμα Ημερολογίου»), στη Φιλανδία («Γράμμα στη Φιλανδία», τόσο κοντινό, τόσο κοντινή στη Σουηδία), στον «Βαρδάρη της Καρλότας», «από του Τότη ως του Μουτάφη» και τη δική μου «Θεσσαλονίκη», την εποχή του «Θίασου» και του «Αλδεβαράν», στο αδιέξοδο της γραφής («Τα ποιήματα θα σώσουν την κατάσταση;/ Τα γράμματα θα σβήσουν την απόσταση;»), μα κυρίως στον (νεανικό, ορμητικό) έρωτα και τον υπόρρητο ερωτισμό που (μπορεί και) κρύβεται σε δύο μόνο στίχους: «καμπύλη μιας μπρετέλας στο ζεστό σου στήθος/ το τρυφερό και δροσισμένο δέρμα στην κλείδωση του γονάτου...».
ΙΙ
Ο Λιόκης είναι κάποιος σαν τον «μοναχικό οδοιπόρο» του Μάλερ, αλλά και του Χατζιδάκι. Σκύβει με προσοχή πάνω από το στίχο, είτε έμμετρο είτε πεζό, «αφήνεται» στο ρυθμό, μετουσιώνει ποιητικά το ερέθισμα, στέκεται σεμνά, σαν επιμελής μαθητής ή νεοσύλλεκτος, απέναντι στην Ιστορία και την Ποίηση, αναζητώντας, χωρίς να το γνωρίζει εκείνη την περίοδο, τα «ένδον ρήματα» του Άρη Αλεξάνδρου, παρατηρεί και συναισθάνεται, αναπολεί κι ελπίζει, καθώς περιπλανιέται σε ξένες χώρες και ξένες αγκαλιές, σε αναζήτηση του νόστιμου ήματος και έρωτος, ακολουθώντας συχνά τα ίχνη του Ν. Γκάτσου, ενός μοναδικού «μάστορα» της εικονοπλαστικής στιχουργικής και της παρήχησης. Ορισμένα από τα ποιήματά του έχουν κάτι από το φευγαλέο μιας ακουαρέλας, κι άλλα διατηρούν το ξεθωριασμένο μιας κιτρινισμένης φωτογραφίας, χωρίς όμως να υπάρχει τίποτα πεισιθάνατο στους στίχους εκείνους, αφομοιώνοντας τις όποιες επιδράσεις έντεχνα, όχι τεχνηέντως, χωρίς να προδίδει ούτε την αρχική επιρροή ούτε το θέμα και κυρίως τον εαυτό του.
Σαράντα χρόνια μετά ευτυχής συγκυρία μ’ έφερε σε επαφή με τον Ηρακλή Λιόκη. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τη γνωριμία μας είχαν ήδη κυκλοφορήσει δύο ακόμη συλλογές, τα 59 ποιήματα και 35 για το δρόμο (Ίκαρος, 2003) και η Γραφή της ευκίνητης άμμου (Κέδρος, 2008), η πρώτη μάλιστα τιμήθηκε με το Βραβείο Γ. Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών, συνοδευόμενη από μία επαινετική εισήγηση της Κικής Δημουλά.
Σε πείσμα των καιρών ο ποιητής παραμένει «νηφάλιος επικούρειος», διατηρώντας την ευαισθησία της πρώτης γραφής και τηρώντας ανάλογη στάση απέναντι στη φθορά «του ανθρώπου και των πραγμάτων». Συνεχίζει να ταξιδεύει στους στίχους του, ένας περιπλανώμενος των πόλεων και των ερώτων («Ταξίδι»), ένας βάρδος της φυγής και της μοναξιάς («Φυγή», «Solitude»), επιστρέφοντας στο αρχικό tableau vivant («Too late… II»), όταν τίποτα δεν είναι όπως πριν. Έρχεται αντιμέτωπος με την πεζή πραγματικότητα («Επιχειρηματίας», «Εν τάξει», «Take me as a present»), πότε με μελαγχολική και πότε με θυμόσοφη διάθεση, σαν σκακιστής που «δεν έπαιξε καμιά παρτίδα» ή σαν «αναπαυμένος Ηρακλής» κι ύστερα πάλι, αποτίοντας φόρο τιμής στους ποιητές που τον συνόδεψαν στη Γραφή της ευκίνητης άμμου όλα αυτά τα χρόνια, ξαναβρίσκει, πρόσκαιρα και απομυθοποιητικά, την «Καρλότα του Βαρδάρη» («Καρλότα-Ιντερμέδιο») και τη χαρά του παιγνιδιού, στα μοτίβα («Παιχνίδι», «Τραγουδάκι», «Παιδικό», που θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχτεί σε σχολική ανθολογία), αλλά και στους στίχους («My name is Dennis/ and I play tennis…»). Ο Ηρακλής Λιόκης εμπλουτίζει έτσι τα αρχικά μοτίβα με την ωριμότητα των χρόνων, την επίγνωση και τη στωικότητα απέναντι στη ζωή: από αισθαντικός γίνεται αισθησιακός, όμως παραμένει το ίδιο αυθεντικός και χαμηλόφωνος, έστω πιο «προσωπικός», καθώς το αρχικό βίωμα κατασταλάζει σε εμπειρία, χωρίς να καταφεύγει στην εσωστρέφεια, χωρίς να προδίδει αξίες και αρχές, ούτε όμως και τις ποιητικές καταβολές του.
Διαβάζοντας πλέον το σύνολο του έργου του διαπίστωσα πως στις σελίδες του αποτυπώνεται αδρά ό,τι ο Τ.Σ. Έλιοτ διατύπωνε ως «συναίσθηση γνησιότητας». Καθώς γράφω, έχω στο νου μου τον αφορισμό του Παζολίνι, που τον μετέφερε σ’ εμάς ο Γιώργος Χρονάς («όπως ο όρος νεότητα κατέστρεψε τη νεότητα/ έτσι και ο όρος ποίηση κατέστρεψε την ποίηση»). Έτσι αποφεύγω σκόπιμα κάθε κριτική προσέγγιση, προσδοκώντας να την επιχειρήσουν οι νεότεροι, και επιστρέφω στους στίχους του Ηρακλή Λιόκη: παραμένοντας ένας απλός αναγνώστης των ποιημάτων του, που μου κρατάνε μέχρι σήμερα συντροφιά, «χρόνια τώρα σε ημιανάπαυση ».
Αθήνα, Νοέμβριος 2014


