Ημιανάπαυση

Τα ποιήματα αυτά αφιερώνονται στους ανθρώπους αυτής της χώρας που στέκουν –έτοιμοι μα νηφάλιοι, άθικτοι από τις μεγάλες απάτες ή αυταπάτες– χρόνια τώρα σε η μ ι α ν ά π α υ σ η .

Εκδόσεις Καστανιώτη

Αθήνα 1972

Ποιήματα

ΝΗΦΑΛΙΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ

Δεσμεύω την ανέκκλητη στιγμή και την καλλιγραφώ

θητεύω σε γλυκύτατο κορμί για να τραφώ

και με καρδιά ζεστή, με σκέψη ήπια αναστηλώνω ερείπια…

17-12-69


ΠΕΙΡΑ

Πιστέψτε τον ερασιτέχνη που περνά

σ’ ένα κόσμο γεμάτο από κενά:

πάνω στου φαρμακείου τα ιγδία

–τα μόνα χρήσιμα γλυπτά αιδοία– η σκόνη είν’ αφημένη και η αηδία

φαρμάκων με μια γεύση διόλου ηδεία.

Ιούλιος ’71


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Νοσταλγικά ενσημαίνω το παρόν

–οξεία μνήμη προσεχών καιρών–

διά να τεθεί εις φύλλα λευκωμάτων

ή ως θωράκισις βαρέων αρμάτων…

Μέσα σ’ αυτά μια τρυφερή καρδούλα ασπαίρει: Αχ! να κρατιόμασταν ξανά απ’ το χέρι...

Πάλι θυμάμαι ένα κατάλευκο μηρό:

ζεστό ερέθισμα πολύ αιχμηρό

μεγάλα κύματα από άγρια ρίγη

–κάπως έτσι δε νιώθεις στο κυνήγι

όταν το θήραμα εκτίθεται πολύ

σαν να του μένει λύτρωση η βολή;–

(Παίζω με τις ιδέες σαν Ιχνογραφία

ψάχνοντας για στρατιωτικά ραφεία⋅

για να αισθανθώ πολίτης πάλι: Εντολή!

Μου χρειάζεται επειγόντως μια στολή…)

Χάνομαι μες στους τόνους του λαδί

-χακί ανοιχτό, χακί κλειστό, χακί βαθύ...-

ενώ διδάσκεται Στρατιωτική Αλληλογραφία

αναρωτιέμαι αν έχουν χρώμα τα βαφεία

για να πετύχουν μιαν απόχρωση καλή,

να θέλγει, μα χωρίς να προκαλεί.

Προβλήματα ανακύπτουν σωρηδόν

φανοί οχημάτων εις την Εθνικήν Οδόν

καιρός υγρός, αργή βροχή, ανία,

στο ΚΨΥΕΑ προβάλλεται παλιά ταινία

συσσίτιο στις οκτώ: κρέας με ρύζι

ο θάλαμος απ’ τ’ άρβυλα μυρίζει.

Ύπνος ανήσυχος, σκοπιές, συναγερμοί

οι βαθμοφόροι ψάχνουν γι’ αφορμή:

–Για την περίπολο χρειάζεται χλαίνη!

Η διμοιρία στην οπλασκία χωλαίνει!

–Θολά ενύπνια με δόσεις λαγνείας

κ’ εμείς θαλαμοφύλακες της αγωνίας.

Κοιμάται η Maria-Lisa στο Βορρά,

τα καλοκαίρια αφέθηκαν στον άνεμο βορά,

η Kerstin τώρα πια δε μας ανήκει

η Sheila θα ψαρεύεται σε κάποια δισκοθήκη

οι αγάπες μας γλιστράνε σ’ άλλα χέρια

κι εμείς εδώ… «στοιχίζουμε τ’ αστέρια!»…

Οι μέρες φεύγουν μεταξύ ποινών κι απνοίας ζητώ ιδιοσκεύασμα κατά της αϋπνίας

κατά της μνήμης που μας δυναστεύει

που μας αφήνει και μεταναστεύει

στο μέλλον ή στο χθες: στο τίποτα,

στα όνειρα τα ειπωμένα και τ’ ανείπωτα…


6-11-68

ΚΥΚΛΟΤΕΡΩΣ

Είχε το πάθος το βαθύ των ποιημάτων⋅ το φως του δειλινού, ο ήχος βημάτων ένα άρωμα γνωστό που του θυμίζει

το χέρι του πώς έμαθε ν’ αγγίζει

τα χείλη του πώς έμαθαν να σμίγουν

με τ’ άλλα χείλη και να τα τυλίγουν

κι ύστερα πια η νύχτα και η σιωπή

η μυρωδιά της μοναξιάς νωπή

τα δάχτυλα να σφίγγουν το κενό

το στόμα του πικρό, ξένο, στεγνό

δίχως να ξέρει πια πού να σταθεί⋅

είχε το πάθος των ποιημάτων το βαθύ

2-12-71

ΑΥΤΟΧΕΙΡ

(Επιστήμων ευαίσθητος…)

Η αποχαλινωμένη αρτηρία απέπεμψε το αίμα με μία βιαιότητα που τον κατέπληξε. Εκείνος έπεσεν εκτάδην επί του δαπέδου και ενδομύχως απεφά- σισε πως χρέος του ήτο πλέον να σιωπήση. Όμως ο χώρος ήτο τρυφερός και η ηλικία του το ίδιο επανεστάτη στην όποια άρνηση της έστω επί συμ- βάσει υπάρξεως. Εσήκωσε τότε το αριστερόν γόνυ και τον δεξιόν βραχίονα ως να επεδίωκεν άλμα επιστροφής εις το παρελθόν λεπτόν, τούτο όμως είχε πλέον ανεκκλήτως απομακρυνθεί. Η θέλησίς του τον εγκατέλειψεν αιφνιδίως και εσκέφθη το μάταιον ενός παραλόγου θανάτου. Τον απησχόλη- σεν εν συνεχεία εν πρόβλημα μάλλον φιλοσοφικόν: υπτία ή πρηνής ήτο η ανετωτέρα θέσις εντός του φερέτρου; Τούτο θα απετέλη ενδεχομένως λαμπρόν θέμα ελληνικής διδακτορικής διατριβής, πλην η επιστημονική έρευνα θα ήτο προφανώς άκρως δυ- σχερής: η τυμβωρυχία εξακολουθεί αναχρονιστικώς να θεωρήται κακούργημα (ανέκαθεν η εκκλησία και η πολιτεία παρενέβαλλον εμπόδια εις την επι- στημονικήν αναζήτησιν της αληθείας…). Μη επι- θυμών να ρίψη το βάρος της ανυπαρξίας του προς την μίαν ή την άλλην άποψιν πριν ή διαμορφώση την προσωπικήν του πεποίθησιν επί του θέματος προσεπάθησε να στηριχθή επί της μιας πλευράς και να μην αφεθή εις εκατέραν των επιμάχων στάσεων προ της οριστικής διαλευκάνσεως του προβλήμα- τος. Η προσπάθειά του ήτο τόσον έντονος και ευ- συνείδητος ώστε να του διαφύγη και αυτή ακόμη η στιγμή του θανάτου του.

Ιανουάριος ’72

ΕΓΚΕΦΑΛΟΓΡΑΦΗΜΑ

Εχτές εχτίσαμε χλωρές διχάλες

στον ουρανό π’ αρμένιζε του Νότου,

κατόπι ξεχαστήκαμε στις σκάλες

κοιτώντας ο καθένας το βουνό του.

Το λάδι μας φαρμάκι είχε ταγγίσει

στο δίχτυ μας δε βρήκα παρά φύκια

ό,τι σωστό το χέρι σου αν αγγίσει

το μαγαρίζεις – δάχτυλα ποντίκια.

Ζήταγα την ψυχή να τη ζεστάνω

για να μπορέσει κάποτε να ελπίσει

μα σάρκαζες: δεν ξέρω πια τι κάνω

είναι καιρός ο κόσμος να σαπίσει.

Οι μηχανές μάς πνίξαν δίχως τύψεις

έργο βιομηχανίας κάθε αξία

λες πως δε χρειάζεται σε τίποτα να εγκύψεις μόνο στοιχείον «ηθικής»: η ευελιξία.

«Ξέχασε τα λουλούδια και τα φρούτα⋅

το ωραίο είναι», λες, «για τους κουτούς⋅

δυο πράγματα αγαπώ απ’ όλα τούτα:

εύκολο χρήμα κι εύγλωττους γλουτούς».

Μου ’λεγες κι άλλα⋅ όμως τώρα τέλος ασφυκτιώ στο χάος του μυαλού

θα καρφωθώ σα διψασμένο βέλος

ανάμεσα στα μάτια του τρελού…

4-1-71

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Της τηλεφώνησαν κατεπειγόντως στην παρφουμερία

και βγήκε τρέχοντας να τη φωνάξη: Ελευθερία,

Ελευθερία, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!...

Όμως αυτό ήταν μια έμπνευση κακή

και τον επήγαν φυλακή.

11-9-72


ΕΝΕΔΡΑ

Δεν ξέρω αν ήταν μίσος ή φιλανθρωπία, μα τον σκόπευσαν όλοι ίσια στην καρδιά. Όπως ήταν φυσικό, οι σφαίρες χτύπησαν στα πιο απίθανα σημεία του σώματός του: στην άκρη της αριστερής του φαβορίτας, στο μισοκομμένο κουμπί του χιτωνίου, στο ρολόι –οι δείχτες τινάχτηκαν τρελοί στον αέρα τρυπώντας το χρόνο– στην κοιλιά… Έπεσε λοξά πάνω στ’ άχρηστο όπλο του – πήγαινε ανύποπτος ανάμεσα στα δέντρα, σχεδόν χαρούμενος, μισοχαμογελούσε… Ξεψύχησε γρήγορα, αφήνοντας στους άλλους έναν πρόσθετο φόβο – ο θάνατος, τέλος, είναι μια κοινή υπόθεση…

26-11-72

ΕΘΝΟΣΩΤΗΡ (ΑΡΧΑΙΟΤΗΣ)

Το απεφάσισε

ανάμεσα σε δυο κρίσεις δυσπεψίας:

«Η πατρίς εν κινδύνω

μ’ επεφόρτισε

–τα μέσα; μικράς σημασίας!–

τον πόνον της όπως ηδύνω.

Το έθνος οφείλει και πάλιν

να ζήση ορθώς

–ως εγώ το ορίζω–

ουδενός δε θα φεισθώ εις την πάλην

μόχθου ον ευπειθώς

–το γνωρίζω–

θ’ αναλάβητε υπέρ της φιλτάτης

της οσίας, της αγίας

ημών θρησκείας και χώρας

θα σταθώ δε αρωγός και παραστάτης

άνευ ουδενός λεπτού αργίας

εις τας προσπαθείας σας τας ειρηνοφόρας.

Θα οδηγηθήτε εις τα υψηλά και τα μεγάλα

Έλληνες, τέκνα Ελλήνων, υγιά

εκεί όπου το έθνος σάς προστάττει».

Δεν είπε άλλα

εσταμάτησε, κουράστηκε, ανιά

έπασχε άλλωστε και από προστάτη.


Ήτο σοφός και φιλελεύθερος και παρ’ ολίγον

εις όλους θα έδιδε δικαίωμα πάλιν

ελευθέρου πολίτου

εις τρία τέρμινα μετά το λήγον

έτος –εις την ζωήν αυτής ή και την άλλην–

αν δεν τον έπιανε η χολή του…

Αίφνης, εις της δόξης τον κολοφώνα

απέθανε εκ του κόπου και της εργασίας

–«ψίθυροι» τα περί παλαιού, βαρέος αφροδισίου–

«η μνήμη του θα μείνη εις τον αιώνα

υπέρ του έθνους σύμβολον θυσίας»

ετάφη –άγνωστον πού ακριβώς– κάπου εγγύς του Θησείου.

Ιούλιος ’71

ΑΞΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ

Παράγγειλε μια σοκολάτα «βιεννουά»

και τη Βιεννέζα καμαριέρα

χάιδεψε το μικρό πεκινουά

και σκέφτηκε μια διπλωματική καριέρα.

Τη χθεσινή θυμήθηκε βραδιά, τα κλαμπ, το σινεμά⋅

ήρθε η μικρούλα, πλάγιασε, δική του

–άπραγη ακόμα και δειλή, με μάγουλα χλομά–

κάνει μ’ αυτήν την πρωινή γυμναστική του.

Μετά, σαν τέλειωσε κι αυτό, άρχισε να ξυπνά

σκέφτηκε τότε να ντυθεί κι ίσως να κάνει κάτι

μα κείνη τον κοιτούσε ταπεινά

να βυθιστούνε πάλι στο κρεβάτι.

Μα τόσος μόχθος τον εκούρασε πολύ

και ζήτησε να μείνει μόνος πάλι

έσιαξε εκείνη τα σεντόνια, το χαλί

και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι.

Μπήκε ο πατέρας του, χαμόγελο πλατύ,

παχύς και ροδομάγουλος, με σκανδαλώδη υγεία,

του ’πε πως θα του ζήταγε λιγάκι να σκεφτεί:

άδειασαν και δημοπρατούνται δυο Υπουργεία…

Εκείνος τότε κάθισε να στοχαστεί σοφά

–το φρύδι του ανασηκωτό, όμως με κάποιο νάζι–

το θέμα μοιάζει σοβαρό και τον απορροφά⋅

τέλος ανασηκώνεται, το μέτωπο τινάζει:

–Το Υπουργείον προτιμώ των Εξωτερικών

μα δεν είμαι, ίσως, αρεστός στα κράτη της Ασίας

και, τέλος, διά ν’ αποφευχθεί παν πρόβλημα εθνικόν έστω: θα γίνω υπουργός της Εργασίας!...

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σε τέτοια θέση που δεν ήταν διόλου απλή

έμεινε –κρίμα!– λίγα χρόνια μόνο

αλλά τηρούσε τακτική άκρως εθνωφελή:

υπέγραφε ένα διάταγμα το χρόνο…

20-4-71


ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Κοιμάται στο σοφό του το θρονί⋅

οι ένδικοι μιλούνε με βιασύνη

αλλά ποτέ με δυνατή φωνή:

Αυτός –όταν ξυπνήσει–

τα πρέποντα θ’ αποφασίσει

τυφλή θ’ αποδοθεί δικαιοσύνη…

4-12-69


ΕΝ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΙ

Άδεντρο το φαράγγι, δίχως δρόσο

φέρτε δυνάμεις να το επανδρώσω

στείλτε χιλιάδες μαχητές και ναύτες

και κάμποσες ντουζίνες από δαύτες.

Χωρίς αυτές το ηθικό θα πέσει

τα όπλα μας δεν θα τα στέψει η δόξα

θα διώξουνε και μένα από τη μέση

και θα ’χω πια να βρω καινούργια λόξα.

Ιούλιος ’71

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ

Έμπιστος Φρούραρχος στο Ιερό Παλάτι

–θώραξ επάργυρος και περικεφαλαία–

βύθισε το λεπίδι του στην πλάτη

του Βασιλέα.

Κατόπιν ομιλεί στα ρευστά πλήθη

για σωτηρία του Έθνους, της Ορθοδοξίας

είν’ σύντομος, λιγόλογος: τον περιμένουνε τα στήθη

το χαμόγελο της πενθούσης Ευδοξίας.

10-9-72

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Του μένει η θύμηση του δήμου που αλαλάζει

σ’ έπαινο με μυριόστομη κραυγή

το πλήθος όμως σαν τον άνεμο αλλάζει

και θα τον λησμονήσει την αυγή.

Αύγουστος ’71

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΒΕΖΟΥΒΙΟΥ

Ο σκύλος είχε την απόγνωσή του:

είχε ξεφύγει απ’ την αυλή του αφέντη

και χάθηκε σ’ έν’ άγνωστο δρομί.

Και ξάφνου νιώθει να τον ζώνει ζεστή στάχτη

σταλμένη απ’ όπου νόμιζε ουρανό.

Ούτε μπορούσε τώρα να σαλέψει,

ούρλιαξε μόνο μερικές φορές

και σαν εμάζεψε τα πόδια να πεθάνει

ένιωθε πίκρα για μια τέτοια τιμωρία:

Μόνη φορά που ’χε ξεφύγει απ’ την αυλή…

Αύγουστος ’71


ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΜΠΗΙΑΣ

Έκανε το λουτρό της⋅ τώρα μένει

ακίνητη, απροσδόκητα χαμένη

σε μιαν ανώνυμη, τεφρή αθανασία

η ύπαρξή της: δίχως σημασία⋅

όμως ο θάνατος εφάνη επιεικής:

εύγλωττα λέει όσα δεν μπόρεσε να εκφράσει

την ύστατη στιγμή – έχει περάσει

έντονη νύχτα προσφοράς ερωτικής.

Αύγουστος ’71


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Στα κέντρα και στις παρυφές του κόσμου

αποσυμπλέκω την αλήθεια απ’ τη μαγεία

κι αναδιφώ και ξαναπλάθω εμπρός μου

τα μυστικά, πολύμορφα εκμαγεία.

Τους διαμορφώνω τους ρυθμούς, το χρώμα

δωρίζοντας αιχμές σε μέρη λεία

δίνω στον κόσμο ένα καινούργιο σώμα

και μια μορφή, ως την ήθελα, τελεία.

Κι ενώ ξοδεύομαι στις χώρες των γειτόνων

σ’ έργα μεγάλα, θαυμαστά, πράξεις ανδρείας

νοστάλγησα τη γη των Μακεδόνων

μα θα χαθώ στη σκόνη μιας Αλεξανδρείας…

12-9-72


Η ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ

Ξοδεύτηκε στα δάση που περάσαμε

τόση λαχτάρα γι’ άνθη και για φύλλα

που, στην παλιά αυλή πίσω σαν φτάσαμε,

νιώσαμε με ντροπή κι ανατριχίλα

ξεθυμασμένο το γαρίφαλο,

ξεθωριασμένο το γεράνι:

Η αγάπη, μοναχά, δεν φτάνει…

20-4-68

ΩΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ

Σαν δαμασμένη απόκλιση η φωνή μας

διαλύθηκε στη βραδινή ανησυχία

κι ωστόσο ανηφορίσαμε ξανά τους ίδιους δρόμους

σαν τίποτα να μην είχε χαθεί

όλα τάχα σε τάξη

στρατιωτικού σχηματισμού ή ήσυχης συνείδησης.

Όμως το χέρι

που θα σου σπαρταρά το στήθος τα μεσάνυχτα

μπορεί να ξαναγίνει γεγονός αυθύπαρκτο

σαν βρέφος που πρωταναπνέει στο φως

ή πάντα θα θυμίζει τις συσπάσεις μας

σ’ ηδονικά όνειρα που θα ’χουν πια

την ένδειξη «Παρελθόν», «Συνέβη τότε…»

με πελώρια γράμματα;

Θα ξαναγίνει να προσμένεις στο παράθυρο

με μια μεγάλη προσμονή, ακατάσχετη

το ίδιο ρίγος να τυλίγει την καρδιά σου

γλυκά στ’ άκουσμα γνώριμων βημάτων

σε μυστικό, βαθύ συντονισμό;

Σαν ζωγραφίζω σε λευκό καμβά το πρόσωπό σου

πάντα διστάζω ν’ αποδώσω τη ματιά

(δεν είναι γέλιο –λες– είναι χαμόγελο…)

σαν πονηρό μελάγχολο παιδάκι

που παίζει διελκυστίνδα το παιχνίδι του:

παράφορα, προσεχτικά, τρελά, συγκρατημένα…

Αυτό το ημέτερο λεπτό, το ύστατο,

Θεέ μου, πώς μας παιδεύει πριν κυλήση!…

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

29-10-70

TOO LATE…

Αφήσαμε τα λόγια στο τραπέζι

και γύρω μας πλανιέται η μουσική

δεν την ακούω, δεν σ’ ακούω, μέσα μου παίζει

πικρά η αγάπη με την ενοχή.

Αφήσαμε τα λόγια στον αέρα

μέσα στο τσάι και στο τριγωνικό σταχτοδοχείο

ανατομία ζωής ως την παρούσα μέρα,

μακρή αναδίφηση στο ιδιωτικό αρχείο.

Αφήσαμε τα λόγια στις καρδιές μας,

τους πόθους που δεν έγιναν ουσία,

τα όνειρα, τις άγρυπνες βραδιές μας,

την άγριά μας ευαισθησία.

(Θα ’θελες να ’χες γίνει ενζενύ,

θα ’θελα να ’χα φλέβα ποιητή…

μα το γκαρσόνι δε λέει να φανεί

κι οι κυρίες απέναντι στήνουν αυτί).

Αφήσαμε τα λόγια μες στα λόγια

το πρόσωπό σου βύθισες στη ρέμβη

μα –εικάζω– αν πισωγύριζαν τα ημερολόγια

κανείς μας δεν θα ’χε το θάρρος να επέμβη…

29-12-66

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΦΙΛΑΝΔΙΑ

Φίλε μου, Matti, αυτές τις ώρες σε θυμάμαι

φέρνω στο νου στιγμές παλιές ξανά

στη νύχτα τη ζεστή του Νότου δεν κοιμάμαι

κι αναπολώ ταξίδια βορεινά.

Κάπνιζες καθώς έπεφτε η βραδιά

στα σπίτια και στα δέντρα, αχνή και γκρίζα

κάπνιζες, με την Télle στην καρδιά

κι εγώ με τη μορφή της Maria-Lisa.

Προσμέναμε⋅ κι έτριζε η κλειδαριά

άρωμα από υάκινθο ή καμέλια:

οι αγάπες μας – γελούσαν σαν παιδιά

κι ομόρφαιναν το σπίτι ως τα θεμέλια.

Κι ή φεύγαμε κι οι τέσσερις μαζί

ή μέναμε τη νύχτα μπρος στο τζάκι

πίναμε Marli Lakka κρεμεζί

ή γνήσιο τυρναβιώτικο ουζάκι.

Κι ο κόσμος έμοιαζε καράβι στολιστό

βασιλική καρότσα στο σεργιάνι

γέλιο σ’ ένα παράθυρο κλειστό

φως από μακρυσμένο πυροφάνι.


Και φούσκων’ η καρδιά μας: Θεέ μου, μη!

μη μας ξυπνήσεις στ’ όνειρο που πάει

σα φύλλο σε γλυκιά νεροσυρμή

φλούδα οπτασίας σ’ ανοιχτά πελάη…

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Πέρασαν χρόνια πέντε έτσι και αλλιώς

ζωή που ’φυγε κέρδος ή χαμένη

μα το μεράκι κι ο καημός μας ο παλιός

–το ξέρεις, φίλε– παραμένει…

Μάιος ’70

0

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ

Βαδίζει το παιδί μας στο σοκάκι

τα βήματά του ελαστικά και λεία

έπαιξε πρώτα μια παρτίδα σκάκι

ύστερα δίδαξε έρωτα στην Ιουλία.

Σήμερα, ξέρεις, λείπαν οι δικοί της

έτρεμε, ίδιο φύλλο στ’ αεράκι,

νίκησε την αιδώ την παιδική της

του δόθηκε όπως πέφτει έν’ αστεράκι.

Και τώρα που γυρνά στη γειτονιά του

του φαίνεται ο κόσμος ένα χάδι

στάζουν αγάπη τα ματόφυλλά του

και τραγουδά απαλά μες στο σκοτάδι.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Κείνη εξεχάστη να κοιτάζει το μπαλκόνι

του τοίχου το ρολόι σημαίνει δέκα

κι όπως διορθώνει στο κρεβάτι το σεντόνι

νιώθει πως είναι δυο ωρών γυναίκα…

1-8-70

ΚΑΡΛΟΤΑ

(Άλλη εκδοχή στον Β.Β.)


Η Καρλότα του Βαρδάρη

–Άγγελε, μη με πονέσεις!–

ζούσε σ’ υπερλούξ δεκάρι

με ανέσεις.

Η Καρλότα του Βαρδάρη

έμεινε στην κάμαρά μου

ένα ολόκληρο φεγγάρι

δίχως τύψεις

και διασχίσαμε ως την άκρη

–άλλο δε βαστώ, χαρά μου!–

όλα του έρωτα τα μάκρη

μ’ επικύψεις.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Της Καρλότας οι θηλές γίνανε θρύλος

που πλανιέται από του Τότη ως του Μουτάφη,

τις χαϊδεύει τώρα κάποιος φίλος

και ξιπάζεται να μου τις περιγράφει…

Ιούνιος ’69 – Ιούλιος ’72

CARNAL SYMPHONY

Adajio: Δεν ξέρω τι θα λέγατε, κυρία,

για μια καινούργια φυλική εμπειρία:

είμαστε μόνοι εδώ στην παραλία

εγώ για σας κι εσείς για με πρόθυμη λεία.

Φίλοι καλοί, μ’ ευγενικές προθέσεις,

φρόντισαν να ’ναι πλάι σας η δική μου θέσις

και, πριν η εκδρομή αυτή τελειώσει,

πιστεύουν κάτι ευχάριστο σε μας να δώσει.

Άλλωστε παίζουμε κι οι δυο μας την παρτίδα

μεθοδικά, με διάθεση, μ’ ελπίδα

και –βλέπω– έχουμε τόσο προχωρήσει

που κανείς πια δε θέλει να γυρίσει:

Allegro vivace: Ρευστό του ματιού το μαυράδι στο πρώτο σαφέστατο χάδι

η θέρμη στεγνώνει το στόμα

λυτά τα μαλλιά σου στο χώμα

ακραία του πόθου η τοξίνη

απλώνει και μας παροξύνει

τα πάντα είν’ έτοιμα πλέον

το πάθος, η λέαινα, ο λέων.

Rondo: Κρόταλα, κρόκαλα, κόκαλα,

το κύμα, το καύμα, το ρήγμα, το μάγμα,

η βάρκα, το δέρμα, η σάρκα – το τέρμα….

6-5-67

ΣΕ ΦΙΛΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

Με τη ματιά προσμέτρησε το πλαστικό της σώμα

το βλέμμα της κράτησε το δικό του.

Αργά, σοφά, με τη χαρά αυτών που περιμένουν

ένα σίγουρο δώρο, μιαν απόλαυση,

χωρίς βιασύνη, μ’ άνεση, νωχελικά

συναντηθήκαν, οι συστάσεις, η ζεστή κουβέντα.

Τέλος, εγέλασε, κι εγέλασε κι αυτός

και τ’ ασκημένα μάτια κατανεύσανε

ξέρουνε πια – μπαίνει πια στα κρατούμενα

– εις πρώτην, πολύ πρώτην ευκαιρίαν…

2-12-71

ΕΤΣΙ ΑΓΑΠΑΜΕ; —Ι —

Της παραλίας ξεψυχούν τα φώτα

φτάνει το κρύο κι όμως δεν το νιώθω

στην άκρη η προδομένη σου κιλότα

μορφάζει στον ανάστροφό μας πόθο.

–Μας συγκλονίζουν τόσα γεγονότα!...

–Μη με τρελαίνεις τώρα με τ’ αστεία

η πιο σωστή στη συμφωνία του κόσμου νότα

η τωρινή μου –αμφίβολη αύριο– ευρωστία.

Αυτή σε δένει τώρα εδώ μαζί μου

ιδέες, δράση, ιδανικά απέχουν μίλια

διαγράφονται στα βάθη της ερήμου

διαφθείρονται στων κυβερνείων τα περιστύλια.

–Τα όνειρά μου γίνανε συνήθεια…

Δεν μπορώ πια να ζω μαζί σου! Όχι άλλο!

–Μη δυσφορείς! Καμιά δική μου αλήθεια

δεν θέλησα ποτέ να σου επιβάλω.

Αρνούμαι τελεσίδικα να υφάνω

μέσα στο νου σου διδαχές κι αξίες

αρκούμαι μοναχά με σε να κάνω

των ενηλίκων τις οικείες αταξίες.


Δεν ξέρω τι θα προτιμούσαν άλλοι

μα το μυαλό δε θα σου πιπιλίσω

κράτα δικό σου ό,τι έχεις στο κεφάλι

μόνο το σώμα εγώ θα ξεφυλλίσω.

Μη με κοιτάς λοιπόν ενοχλημένη

κι άλλες φορές πρέπει να σ’ το ’χω πει:

τις ώρες που ’μαστε σφιχτότερα δεμένοι

τις κυβερνά ο πόθος – κι η σιωπή.

Ιούλιος ’71

ΕΤΣΙ ΑΓΑΠΑΜΕ; —ΙΙ —

Σταμάτα, Θεέ μου, να μιλάς για αισθήματα και δράση

είναι κουτό, πώς το μπορείς; δεν το υπομένω⋅

η καθημερινή τριβή μ’ έχει κουράσει

στα μάτια μου το φως φεύγει χαμένο.

Πιστεύεις ίσως πως μου φέρνεις χάρη

μοιάζεις τάχα μετάληψη από ποτήρι άγιο

μα να κοιτάζω τ’ άστρα ή το φεγγάρι

δε βρίσκω πια το λόγο ή το κουράγιο.

Σποραδικά σε νιώθω στην καρδιά μου

το σώμα σου στ’ αλήθεια με ταράζει

μα θα χαθείς μεθαύριο από κοντά μου

και δεν θα λιώσω, βέβαια, από μαράζι…

Ιούλιος ’71

ΠΙΚΡΑ ΣΕ ΓΛΥΚΟ ΣΤΟΜΑ…

Εχτές ακόμα ήμασταν μόνο φίλοι⋅

με πρόφτασες στο δρόμο βιαστική

έτρεμαν τα γλυκά, λεπτά σου χείλη

–φοβόσουν, μου ’πες, μήπως γίνεις φορτική!...–

μου ζήτησες κοινά βιβλία

κι ήρθες μονάχη να τα πάρεις

και χάθηκε η παλιά δειλία

στο πλούσιο κύμα μιας αιφνίδιας χάρης…

(Μα συλλογίζομαι μ’ οδύνη

πως σπαταλήθηκε η ζωή χωρίς ουσία

σκιές ζητώντας που ’χουν ξεμακρύνει

ανάμεσα ηδονή και απελπισία.)

Τώρα καπνίζουμε μαζί στο ίδιο κρεβάτι

ακουμπισμένοι σε προσκέφαλο κοινό

επιθυμήσαμε πρόσκαιρα κάτι

που μοιάζει –κιόλας– τόσο μακρινό…

7-4-69

ΕΡΩΤΑΣ – ΤΩΡΑ;

Απελπισμένη κι απαλή

γέρνει στο στήθος μου να κλάψει

καθώς η νύχτα θα διαγράψει

τροχιά αβέβαιη και θολή.

Την αγκαλιάζω και ριγά

και το κορμάκι της σπαράζει

κάπου έχει αρχίσει να χαράζει

πέφτει η βροχή, ψιλή, σιγά.

Στα μάτια της πικρά ανοιχτά

σταλάζει χρώμα της οδύνης:

άλλα δεν μείναν για να δίνεις

είχες τα χέρια σου ριχτά.

Ζήταγες μήνυμα καυτό

σπαρτάρισμα από περιστέρι

ως χτες διαβάζαμε Σεφέρη

μα τώρα πάει κι αυτό.

Ιούλιος ’71

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Κι απόψε συντροφιά μου το ρολόι

η μάταιη κίνηση του δρόμου που βουίζει

το μαγνητόφωνο, κουβέντες, σκόρπιοι ήχοι

κόμποι από κεχριμπάρι ή από ρύζι.

Η θάλασσα παφλάζει στο Βαρδάρη

έρημη, δίχως γλάρο είτε δελφίνι

στα χείλη μου το τελευταίο τσιγάρο

τη γεύση του πικρή ξανά μου αφήνει.

Και δίπλα μου απλωμένο το κορμί σου

γνώριμο χάος, εύπλαστο μα λείο

υφαίνει μοναχό του –εσύ κοιμήσου–

το σίγουρο, δικό του μεγαλείο.

Κάτι με σφίγγει ως της ψυχής τα βάθη

–υπάρχει ακόμα; δεν την έχουν πάρει;–

στον ουρανό μαρμαρωμένο εστάθη

ένα θολό κι επίφοβο φεγγάρι.

Και ταξιδεύουμε κι οι δυο μέσα στο βράδυ

τόσο κοντά, μα απόμακροι πολύ

σπαράζοντας στο τεταμένο το σκοτάδι

καθώς χορδές σ’ αβάσταχτο βιολί.

Απρίλιος ’69

ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ

Δώσε μου τέλος κάτι να φυλάξω

τον ήλιο, την απόγνωση του δρόμου,

μιαν ανθισμένη μνήμη, ένα χαμόγελο,

μια συμφορά που πέφτει σαν γεράκι, κάθετη.

Μέτρα τα βήματα, τις ώρες,

τα κεριά, τ’ αστέρια

δε μένει στη ζωή παρά μια υπόσχεση

πως θα μετρήσεις πάλι τις ελπίδες σου περήφανη

αφού σφουγγίσεις τα πλημμυρισμένα μάτια

και ξαναβρούν τη λάμψη τους, περήφανη.

Πες μου τι περιμένεις μες στη νύχτα

αφού το ξέρεις πως χωρίσατε από χτες

και μένει μόνο το παλιό του το τραγούδι

περίπαθο, νοσταλγικό, τραχύ και ραγισμένο

μα δεν τ’ ακούς, δε φτάνουν ως εσένα

παρά μονάχα ο θόρυβος του δρόμου

κι οι χτύποι της καρδιάς, κι ο σπαραγμός.

Χρώμα του φουστανιού

σχήμα της μπλούζας

καμπύλη μιας μπρετέλας στο ζεστό σου στήθος

το τρυφερό και δροσισμένο δέρμα στην κλείδωση του γονάτου (Θα με τρελάνει, Θεέ μου, η απουσία…).

Έλα, Θανάση, είναι η σειρά σου – χαρτωσιά!

3-1-71

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

(Μα να βρεθούμε πιο κοντά δε γίνεται…)

Δεν έχει γράμματα λοιπόν απόψε

θα κοιμηθούμε με τις αναμνήσεις

συντροφιά μόνη τα τραγούδια π’ αγαπάμε

πικρά θα ξύνει η βελόνα την καρδιά μας

πάνω στο δίσκο: Τι γυρεύουμε εδώ πέρα;

Πού να ’ναι τάχα τα καινούργια που ποθήσαμε;

οι άνθρωποι γύρω ακόμα τόσο ξένοι

πώς να πλησιάσεις; πώς να σε πλησιάσουν;

Το σώμα μόνο αγκαλιάζει απελπισμένα, απεγνωσμένα

αλλά κι αυτό θα κουραστεί, θα σπάσουν

σιγά σιγά οι συνδέσεις που μας φέρνουν στην καρδιά

και τότε; Πώς θα γεμίσεις το κενό;

πώς θα ξανακοιτάξεις μες στο πρόσωπο

σαν σε καινούργιο κρύσταλλο; γίνεται πια;

Λοιπόν τελείωσε, αποφάσισε: πού θα κοιτάξεις,

πού θα δεθείς, πού θα σταλάξει τέλος το μεράκι.

Ανοίγεις λίγο λίγο τις δικλίδες, μα πια δε μένει

περιθώριο, πού καιρός, δε θα μας φτάσει

κι η καρδιά θα κουραστεί, ακούραστη

κι ακόρεστη να ψάχνει το καινούργιο.

Τα ποιήματα θα σώσουν την κατάσταση;

Τα γράμματα θα σβήσουν την απόσταση;

Καθόλου. Γεμίζει μόνο το πικρό παράπονο

τον μέσα χώρο – να νιώσουμε γεμάτοι,

απ’ οτιδήποτε.

Η ερμηνεία τόσο απελπισμένη:

Κι αν θα καλύψεις τα κενά βιβλία

κι αν θα φιλήσεις τ’ άσπρο δέρμα αναίσθητο

από την ένταση μιας ηδονής αυτόματης:

ακουμπώ τα δάχτυλα εκεί κι εδώ

–σίγουρα πράγματα, δοκιμασμένα–

μα να βρεθούμε πιο κοντά δε γίνεται, δε μένει

περιθώριο, το τρένο σου θα φύγει στις εννιά.

Τι κι αν θα με κοιτάζεις με το λίγωμα

το κλασικό παροδικό σου ψέμα δε θα μας σώσει:

«Θα σου γράφω… θα ’θελα τόσο να ’μενα, ωστόσο… υποχρεώσεις, δεν ξεφεύγεις… σ’ αγαπώ…»

Αστεία πράγματα.

–Χτυπούν την πόρτα, μην ανοίξεις

θα μας δουν, φοβάμαι…

–Κάνουμε πράγματα γνωστά, συνηθισμένα,

ποιον σκανδαλίζει πια ο έρωτας τ’ απόγευμα

στα πεταχτά, για να γεμίσουμε την ώρα μας,

ξένοι, το ξέρεις.

(Σαν φύγει θε ν’ ανοίξω το παράθυρο

και θα χαθεί τ’ άρωμα του κορμιού της

η κάπνια των τσιγάρων που μαζί καπνίσαμε

ο ιδρώτας που ’χει διαποτίσει την κουβέρτα.)

–Ξεκίνησε, τι περιμένεις; σε περιμένουν…

–Γιατί τόσο πικρός τόσο απροσδόκητα;

Δε σ’ άρεσε; Μπορούσες να το πεις νωρίτερα.

–Αντίθετα. Το ξέρεις. «Σ’ αγαπώ»…

18-11-71

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

15 Ημιανάπαυση (1973)

  1. Νηφάλιος επικούρειος

  2. Πείρα

  3. Απόσπασμα ημερολογίου

  4. Κυκλοτέρως

  5. Αυτόχειρ

  6. Εγκεφαλογράφημα

  7. Ελευθερία

  8. Ενέδρα

  9. Εθνοσωτήρ (αρχαιότης)

  10. Άξιος της πατρίδος

  11. Ανώτερος Δικαστής

  12. Εν διαθεσιμότητι

  13. Βυζαντινό

  14. Πολιτική

  15. Η τιμωρία του Βεζούβιου

  16. Γυναίκα της Πομπηίας

  17. Αλέξανδρος

  18. Η αγάπη δεν φτάνει

  19. Ώρα του αποχαιρετισμού

  20. Too late…

  21. Γράμμα στη Φιλανδία

  22. Σύνταγμα, Δωδεκάτη ώρα, Ντόρα

  23. Αδοκήτως…

  24. Ιστορία ενός απογεύματος

  25. Καρλότα

  26. Carnal symphony

  27. Σε φιλικό σπίτι

  28. Έτσι αγαπάμε; —Ι—

  29. Έτσι αγαπάμε; —ΙΙ—

  30. Πίκρα σε γλυκό στόμα…

  31. Έρωτας – Τώρα;

  32. Θεσσαλονίκη

  33. Άνω τελεία

  34. Επικοινωνία